- κοκαϊνομανής
- -έςαυτός που κατέχεται από μανιώδες πάθος για συχνή λήψη κοκαΐνης, αυτός που πάσχει από κοκαϊνομανία.[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως και αντιδάνεια ως προς το β' συνθετικό της, πρβλ. γαλλ. cocainomane < cocaine (< coca + -ine) + -mane (< -μανής < μαίνομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.